σύστημα

σύστημα
το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σύσταμα και μτγν. τ. σύστεμα Α [συνίσταμαι]
1. σύνολο στοιχείων, υλικών ή ιδεατών, τού οποίου τα μέλη βρίσκονται σε στενή μεταξύ τους σχέση αλληλεξάρτησης και συναπαρτίζουν ένα οργανωμένο όλον, καθώς και η ολότητα τών σχέσεων στη βάση τών οποίων είναι συγκροτημένο αυτό το σύνολο (α. «σύστημα μεταφοράς» β. «Εθνικό Σύστημα Υγείας» γ. «τὸ ὅλον σύστημα τοῡ σώματος», Διον. Αλ.)
2. (αρχ. ελλ. μουσ.) πρότυπο φθόγγων και διαστημάτων, από δύο ως οκτώ ή από ένδεκα, δώδεκα ή δεκαπέντε φθόγγους, πάνω στο οποίο δομήθηκε η αρχαία ελληνική μουσική («καὶ ὁποια καὶ τοὺς ὅρους τῶν διαστημάτων καὶ τὰ ἐκ τούτων ὅσα συστήματα γέγονεν», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. τρόπος οργάνωσης μιας διεργασίας, μιας ενέργειας, μέθοδος εργασίας («σύστημα διδασκαλίας»)
2. τρόπος κατασκευής, λειτουργίας ή χρήσης («μηχανή νέου συστήματος»)
3. τρόπος κατά τον οποίο ενεργεί ή συμπεριφέρεται κάποιος, συνήθεια («το έχει σύστημα να σηκώνεται πρωί»)
4. τριτοβάθμια μονάδα στον προσκοπισμό
5. διατεταγμένο σύνολο που προκύπτει ως αποτέλεσμα μιας ταξινόμησης τών μελών του με βάση ένα ή περισσότερα κοινά χαρακτηριστικά τους η οποία διευκολύνει την έρευνα και τη σπουδή τους (α. «περιοδικό σύστημα τών [χημικών] στοιχείων» β. «σύστημα επιστημών» γ. «οικολογικό σύστημα» δ. «Το σύστημα τής φύσης» — τίτλος τού κορυφαίου έργου τού φυσιοδίφη Λινναίου)
6. συνεκτικό σύνολο επιστημονικών ή φιλοσοφικών γνώσεων και αρχών (α. «πτολεμαϊκό σύστημα» β. «εγελειανό σύστημα»)
7. (ανατ.-φυσιολ.) σύνολο οργάνων ή ιστών το οποίο χαρακτηρίζεται, συνήθως, από έναν επικρατή ιστό και εκτεταμένη κατανομή σε ευρείες περιοχές τού σώματος και έχει ταυτόχρονα λειτουργική και μορφολογική έννοια
8. αστρον. σύνολο δύο ή περισσότερων ουράνιων σωμάτων, συχνά κοινής καταγωγής και προέλευσης, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους μέσω τής αμοιβαίας έλξης τους και περιφέρονται γύρω από το κοινό κέντρο βάρους τους («σύστημα διπλών αστέρων»)
9. (φιλοσ.) (κατά τον Χέγκελ) το εύτακτο σύνολο τών νοητικών προσδιορισμών που επιτρέπουν να γίνεται αντιληπτή η αντικειμενική πραγματικότητα ως όλο
10. φυσ.-χημ. χαρακτηρισμός οποιουδήποτε τυχαία καθορισμένου τμήματος τής υπό μελέτη ύλης, που περιέχει συγκεκριμένες ποσότητες μιας ή περισσότερων ουσιών, γνωστών ως συστατικά τού συστήματος
11. γεωλ. χρονοστρωματογραφική μονάδα που αντιπροσωπεύει μια αλληλουχία στρωμάτων τα οποία αποτέθηκαν σε συγκεκριμένο διάστημα τού γεωλογικού χρόνου
12. (μετεωρ.) σύνολο νεφών διαφορετικών τύπων που συνοδεύουν μια πλήρη διατάραξη στην ατμόσφαιρα
13. μουσ. διατεταγμένο σύνολο τών στοιχειωδών μουσικών διαλειμμάτων που συμπεριλαμβάνονται μεταξύ δύο ακραίων ήχων
14. φρ. α) «από σύστημα» ή «κατά σύστημα» — κατά τρόπο σταθερό και μεθοδικά προκαθορισμένο («κάθε φορά αργεί στο μάθημα από σύστημα»)
β) «σύστημα αναφοράς»
(μαθ.-φυσ.) σύστημα συντεταγμένων ή σύνολο ακίνητων τού ενός έναντι τού άλλου συστημάτων συντεταγμένων, στο οποίο αναφέρονται και με το οποίο προσδιορίζονται οι θέσεις τών σημείων ή τών σωμάτων που δεν ανήκουν σ' αυτό αλλά κινούνται σε σχέση προς αυτό
γ) «αδρανειακό σύστημα αναφοράς»
φυσ. σύστημα αναφοράς σε σχέση με το οποίο ένα υλικό σημείο πολύ απομακρυσμένο από κάθε άλλο υλικό σώμα και, συνεπώς, μη υφιστάμενο την επίδραση καμιάς δύναμης κινείται ευθύγραμμα και με σταθερή ταχύτητα ή παραμένει ακίνητο
δ) «ανάλυση συστημάτων»
(πληροφ.) ο καθορισμός, η αξιολόγηση και η τεκμηρίωση τών αναγκών και τών δυνατοτήτων για την εισαγωγή νέων ή τη βελτίωση τών εφαρμοζόμενων τρόπων εργασίας σε έναν τομέα
ε) «ανοιχτό σύστημα»
(βιολ.-κοινων.-φυσ.) κάθε σύστημα που είναι υποχρεωμένο να ανταλλάσσει ενέργεια με το περιβάλλον του, δηλαδή να προσλαμβάνει συνεχώς ενέργεια υπό μια ορισμένη μορφή, να τήν μετασχηματίζει και να τήν ανταποδίδει με άλλη μορφή, να επικοινωνεί διαρκώς με το περιβάλλον, να επηρεάζεται από αυτό, αλλά και να τό επηρεάζει
στ) «αξιωματικό σύστημα
(επιστημολ.) σύνολο λογικών αρχών ή νόμων συγκροτημένων σε δύο ευδιάκριτες τάξεις, πρώτον, τα αξιώματα, δηλαδή τις γενικότατες και συνεπώς μη αποδείξιμες προτάσεις, και, δεύτερο, τα θεωρήματα, δηλαδή τις προτάσεις που, βάσει ορισμένων κανόνων μετατροπής, προκύπτουν από τις προτάσεις τής πρώτης τάξης
ζ) «γλωσσικό σύστημα»
γλωσσ. η γλώσσα ως οργανωμένο σύνολο στενών και βάσει κανόνων αλληλεξάρτησης καθορισμένων σχέσεων ανάμεσα στα στοιχεία τών επιπέδων στα οποία αυτή αναλύεται, δηλαδή τού φωνολογικού, τού μορφολογικού, τού συντακτικού και τού σημασιολογικού, έτσι ώστε να μπορούν να επικοινωνούν μεταξύ τους όλα τα μέλη τής αντίστοιχης γλωσσικής κοινότητας
η) «ενεργειακό σύστημα»
τεχνολ. το σύνολο τών πόρων και τών πηγών ενέργειας μιας χώρας, όπως είναι οι υδατοπτώσεις, τα ανθρακωρυχεία, τα κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικών αερίων, τα κάθε είδους εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος, καθώς και τα αντίστοιχα δίκτυα μεταφοράς του, θεωρούμενο ως ενιαία οντότητα εκμετάλλευσης, παραγωγής και διανομής τής ενέργειας
θ) «ηλιακό σύστημα»
αστρον. σύνολο που απαρτίζεται από τον Ήλιο, τους πλανήτες που περιφέρονται γύρω του καθώς και από τους δορυφόρους τών πλανητών, από τους πλανητοειδείς και τους περιοδικούς κομήτες
ι) «θερμοδυναμικό σύστημα»
(φυσ.-τεχνολ.) φυσικο-χημικό σύστημα που υφίσταται μεταβολές καταστάσεων φυσικο-χημικού χαρακτήρα στη διάρκεια τών οποίων μεταξύ τών συστατικών τού συστήματος είτε μεταξύ τού συστήματος και τού περιβάλλοντος μεσολαβούν ανταλλαγές θερμότητας και παράγεται ή καταναλώνεται, από το σύστημα, μηχανικό έργο
ια) «θεωρία τών συστημάτων» — γενική και διακλαδική θεωρία η οποία μελετά τις αρχές και τους κανόνες που διέπουν, γενικά, τα συστήματα
ιβ) «κοινωνικό σύστημα»
(κοινων.) βλ. κοινωνικός
ιγ) «κλειστό σύστημα»
(βιολ.-κοινων.-φυσ.) κάθε σύστημα το οποίο δεν ανταλλάσσει ενέργεια με το περιβάλλον του, δεν τό επηρεάζει και ούτε επηρεάζεται από αυτό
ιδ) «κοινωνικο-οικονομικό σύστημα»
(κοινων.-πολ.) τύπος οργάνωσης και λειτουργίας όλων τών στοιχείων και τών μεταξύ τους σχέσεων που συνθέτουν τη ζωή τής κοινωνίας σε μια δεδομένη βαθμίδα τής ιστορικής εξέλιξης, τύπος που θεμελιώνεται πάνω σε ορισμένο τρόπο παραγωγής
ιε) «κρυσταλλικό σύστημα»
(κρυσταλλ.) μια από τις κύριες κατηγορίες δομών στις οποίες μπορεί να ταξινομηθεί ένα ορισμένο κρυσταλλικό στερεό (α. «κυβικό σύστημα» β. «τετραγωνικό σύστημα» γ. «εξαγωνικό σύστημα
δ. «ρομβικό [ή ορθορρομβικό] σύστημα»)
ιστ) «οπτικό σύστημα»
φυσ. σύνολο οπτικών οργάνων, όπως λ.χ. φακών, κατόπτρων, πρισμάτων, που προορίζεται για τον σχηματισμό ενός ειδώλου
ιζ) «πληροφοριακό σύστημα»
(πληροφ.) σύνολο διεργασίας μεθόδων και μέσων συλλογής, επεξεργασίας και συστηματοποίησης ανάλυσης, αποθήκευσης και αξιοποίησης τών πληροφοριών που είναι αναγκαίες για τη διεύθυνση τής οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας σε διάφορα επίπεδα
ιη) «πολιτειακό σύστημα»
(νομ.) η μορφή διακυβέρνησης μιας χώρας
ιθ) «πολιτικό σύστημα»
(κοινων.) βλ. πολιτικός
κ) «σύστημα δυνάμεων»
φυσ. σύνολο καθορισμένου αριθμού δυνάμεων που εφαρμόζονται πάνω στο ίδιο σημείο ή στο ίδιο στερεό σώμα
κα) «σύστημα εξισώσεων»
μαθ. σύνολο εξισώσεων με πολλούς αγνώστους τών οποίων οι λύσεις πρέπει να επαληθεύουν ταυτόχρονα όλες τις εξισώσεις τού συστήματος
κβ) «σύστημα μονάδων»
μετρολ. συγκροτημένο σύστημα μονάδων μέτρησης που προκύπτουν από ορισμένες θεμελιακές συμβατικές μονάδες μέσω τών σχέσεων οι οποίες συνδέουν μεταξύ τους τα μεγέθη στα οποία αναφέρεται το σύστημα («Διεθνές Σύστημα Μονάδων»)
κγ) «σύστημα Μπράιγ» — σύστημα ανάγλυφης γραφής για χρήση από τυφλούς
κδ) «σύστημα συμμετοχής»
(οικον.) η μονομερής ή στη βάση τής αμοιβαιότητας κατοχή ανώνυμων μετοχών διαφόρων εταιρειών
κε) «τεχνολογία συστημάτων»
τεχνολ. διεπιστημονικός κλάδος τού οποίου κύριο αντικείμενο είναι η διαδικασία σύνθεσης επιμέρους τεχνικών και γνωστικών περιοχών και η τεχνική εφαρμογής τών γνώσεων διαφόρων άλλων τομέων τής τεχνολογίας και τής επιστήμης, σε αποτελεσματικό συνδυασμό, για την επίλυση σύνθετων τεχνικών προβλημάτων
κστ) «τεχνικό σύστημα»
τεχνολ. φυσικό σύστημα αποτελούμενο, τουλάχιστον εν μέρει, από στερεά επιμέρους σώματα, που χρησιμοποιείται στην τεχνική, όπως είναι λ.χ. μια μηχανή
κζ) «τυπικό σύστημα»
(λογ.) ολοκληρωμένο σύνολο τών εξισώσεων που είναι δυνατόν να προκύψουν από την εφαρμογή κανόνων
κη) «τυφλό σύστημα» — μέθοδος δακτυλογραφίας, κατά την οποία κάθε δάκτυλο πατά συγκεκριμένα πλήκτρα τής γραφομηχανής και η δακτυλογράφηση γίνεται χωρίς ο δακτυλογράφος να κοιτάζει το πληκτρολόγιο τής γραφομηχανής
κθ) «φυσικό σύστημα»
i) (βιολ.-κοινων.) σύστημα τού οποίου τα λειτουργικά συστατικά αποτελούν ολοκληρωμένο οργανικό σύνολο, όπως είναι λ.χ. ο άνθρωπος
ii) (τεχνολ.-φυσ.) σύστημα συγκροτημένο από σώματα και πεδία, οριοθετημένα στον χώρο, θεωρούμενο από την άποψη τών φυσικών τους ιδιοτήτων
λ) «φυσικοχημικό σύστημα»
(τεχνολ.φυσ.) φυσικό σύστημα στο οποίο συντελούνται μεταβολές στη σύνθεση τών σωμάτων ή τών φάσεων που τό συγκροτούν ή θεωρούμενο τόσο από φυσική όσο και από χημική άποψη
αρχ.
1. σύνθεση
2. πολίτευμα («τηλικοῡτον σύστημα..., ἥτις ποτὲ τύχη διέφθειρε», Πλάτ.)
3. ομοσπονδιακή ένωση, ομοσπονδία («τὸ Ἀμφικτιονικὸν σύστημα», επιγρ. Δελφών)
4. στρατιωτικό σώμα καθορισμένου αριθμού («σύστημα μισθοφόρων», Πολ.)
5. πλήρωμα πλοίου
6. αγέλη ζώων («τὰ βασιλικὰ συστήματα τῶν ἱπποτροφιῶν», Πολ.)
7. εταιρεία ή συντεχνία
8. σύλλογος προσώπων που κατείχαν ιερατικό ή διοικητικό αξίωμα («τὸ σύστημα τῶν ἱερέων», Διόδ.)
9. πολιτικός οργανισμός («τὸ δὲ σύστημα σενᾱτον προσηγόρευσεν», Πλούτ.)
10. ιατρ. α) συσσώρευση ιζημάτων («τὰ τῶν ὑδάτων συστήματα», Ιπποκρ.)
β) το σύνολο τών σφυγμών
11. συσκευή, μηχάνημα
12. (μετρ.) ακαθόριστου μήκους ρυθμική σύνθεση από ομοειδή μετρικά στοιχεία τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο (α. «ἀναπαιστικὸν σύστημα» β. «ἰαμβικὸν σύστημα» γ. «παιωνικὸν σύστημα»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σύστημα — whole compounded of several parts neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύστημα — το, ατος 1. σύνολο πραγμάτων με κανονική διάταξη σε στενή σχέση μεταξύ τους: Κλονίστηκε το νευρικό του σύστημα. – Το σύστημα τροφοδοσίας της μηχανής δε λειτουργεί καλά. 2. σύνολο αρχών ή ιδεών: Μελέτησε τα διάφορα φιλοσοφικά συστήματα. 3. τρόπος… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νευρικό σύστημα — Σύστημα οργάνων στα ζώα και στους ανθρώπους με το οποίο πραγματοποιείται η επαφή του οργανισμού με το περιβάλλον και με το οποίο αλληλοσυνδέονται τα όργανα μεταξύ τους και συντονίζονται οι λειτουργίες του σώματος. κεντρικό ν.σ. Στην κοιλότητα που …   Dictionary of Greek

  • οστεοαρθρικό σύστημα — Σύστημα που σχηματίζεται από δύο ή περισσότερα οστά και από συζευκτικά μέσα, τα οποία επιτρέπουν διάφορου βαθμού κινητικότητα στα οστά τα οποία συνδέουν. Οι αρθρώσεις διακρίνονται, με ανατομικά και λειτουργικά κριτήρια, σε δύο μεγάλες ομάδες: την …   Dictionary of Greek

  • γραμμικό σύστημα — Πλήθος γραμμικών εξισώσεων που έχουν τους ίδιους αγνώστους (σε μία γραμμική εξίσωση οι άγνωστοι είναι πρώτου βαθμού και δεν υπάρχουν όροι που να περιέχουν γινόμενα των αγνώστων). Για παράδειγμα, μία γραμμική εξίσωση με έναν άγνωστο έχει τη μορφή… …   Dictionary of Greek

  • ουρογεννητικό σύστημα — (Ανατ.). Τα όργανα που στον άνθρωπο προορίζονται για τον σχηματισμό και την αποβολή των ούρων, καθώς και εκείνα που αποσκοπούν στην αναπαραγωγή, μπορεί να θεωρηθούν ως ένα σύστημα εξαιτίας της κοινής εμβρυολογικής προέλευσης τους. Στον ενήλικο, η …   Dictionary of Greek

  • Ομοσπονδιακό Αποθεματικό Σύστημα — (Federal Reserve System). Τραπεζικός θεσμός των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής που δεν έχει το ακριβές όμοιό του σε καμιά άλλη χώρα, αλλά οι λειτουργίες του αντιστοιχούν στις λειτουργίες κεντρικής τράπεζας. Αντίθετα προς τα ευρωπαϊκά τραπεζικά… …   Dictionary of Greek

  • παλαιογενές σύστημα — Το πρώτο σύστημα του καινοζωικού αιώνα, που αντιστοιχεί στην πρώτη περίοδο της γεωλογικής ιστορίας της Γης κατά τον αιώνα αυτόν. Το π.σ. ακολουθεί το κρητιδικό και προηγείται του νεογενούς συστήματος. Ο όρος π.σ. καθιερώθηκε ύστερα από πρόταση… …   Dictionary of Greek

  • ρομβικό σύστημα — Μια από τις υποδιαιρέσεις της κρυσταλλογραφικής κατάταξης. Οι κρύσταλλοι των ορυκτών που ανήκουν στο σύστημα αυτό χαρακτηρίζονται από 3 άξονες κάθετους μεταξύ τους αλλά άνισους, έτσι ώστε η ανάπτυξη των εδρών του κρυστάλλου να είναι διαφορετική… …   Dictionary of Greek

  • κυκλοφορικό σύστημα — Δυναμικό σύστημα, μέσω του οποίου το αίμα, διαρρέοντας ένα κλειστό κύκλωμα, διαχέεται σε ολόκληρο τον οργανισμό και μεταφέρει αέρια και θρεπτικά συστατικά, βοηθώντας στην τέλεση των λειτουργιών του. Η συντονισμένη λειτουργία της καρδιάς και των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”